- λευκοχίτων
- λευκοχίτωνmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκοχίτωνα — λευκοχίτων masc/fem acc sg λευκοχίτωνος white coated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοχίτωνες — λευκοχίτων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοχίτωνος — λευκοχίτων masc/fem gen sg λευκοχίτωνος white coated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бѣлоризьць — БѢЛОРИЗЬЦ|Ь (3*), А с. То же, что бѣльць: ˫ако же разидошасѩ вси белоризьци. и ѡни [бесы] ищезоша. ПрЛ XIII, 36в; мних же ѥдинъ име˫а въ кельи бра(т) бѣлоризьца. и проси оу него Пр 1383, 140г; ѥфиѡпи бо черна некоѥго велми велi||ка имоуще.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκοχίτωνος — λευκοχίτωνος, ον και λευκοχίτων, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει ή φορεί λευκό χιτώνα … Dictionary of Greek